τόκος

τόκος
τόκος, ου, ὁ (τίκτω; Hom. et al. in the sense ‘offspring’ etc.) interest on money loaned (Pind., Pla. et al.; ins, pap, LXX, Philo; Jos., C. Ap. 2, 208; Ath. 30, 3) Mt 25:27; Lk 19:23 (PLond II, 218, 4 p. 15 [III B.C.] ἐδάνεισεν σὺν τόκῳ). τόκοι τόκων compound interest (Aristoph., Nub. 1156 al.) ApcPt 16:31.—JHerrmann, Zinssätze usw. [Greco-Egypt. pap], JJP 14, ’62, 23–31. B. 800.—DELG s.v. τίκτω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τόκος — childbirth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • τόκος — ο 1. γέννημα. 2. κέρδος από δανεισμό χρημάτων: Εμπορικός τόκος. 3. επιτόκιο: Δανείστηκα με τόκο εφτά τα εκατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ПРОЦЕНТЫ —    • Τόκος          (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… …   Реальный словарь классических древностей

  • τόκε — τόκος childbirth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοι — τόκος childbirth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοιο — τόκος childbirth masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοις — τόκος childbirth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοισι — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοισιν — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκον — τόκος childbirth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”